ὑάκινθος

ὑάκινθος
ὑάκινθος, ου, ὁ (s. prec. entry; as early as Hom. as the name of a flower) the jacinth or hyacinth (Peripl. Eryth. 56 [gender undetermined]; Galen XIII 970; Ptolem. 7, 4, 1; Heliod. 2, 30, 3 [in him clearly fem]; Achilles Tat. 2, 11, 3 [gender undetermined]; the λίθος ἡλίου Cat. Cod. Astr. IX/2 p. 152, 18.—In the LXX; TestSol 21:2; JosAs 2:15 al. and in Philo and Joseph. [Ant. 3, 164] hyacinth-colored cloth is meant), a precious stone Rv 21:20, perh. blue in color (Michel Psellus, in Lapidaires p. 203, ln. 79f θαλαττόχρω ‘sea-hued’), someth. like the sapphire (but s. vs. 19); on it s. OED s.v. hyacinth 1ab. It was often made into gems by the ancients (Pliny, NH 37, 9, 41f).—For lit. see s.v. ἀμέθυστος.—DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὑάκινθος — Hyacinthus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑάκινθος — Hyacinthus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υάκινθος — I Γένος φυτών. Βλ. λ. ζουμπούλι. Υάκινθος ο ανατολικός. II Διαφανές, κιτρινέρυθρο ορυκτό, που αποτελεί παραλλαγή του ζιρκόνιου. Βρίσκεται στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς του Εσπαλύ, στον Άνω Λείγηρα, και κατατάσσεται στην κατηγορία των πολύτιμων …   Dictionary of Greek

  • υάκινθος — ο 1. το καλλωπιστικό φυτό ζουμπούλι ή γιούλι καθώς και το λουλούδι του. 2. ημιπολύτιμος λίθος διαφανής και κιτρινοκόκκινος, παραλλαγή του ζιρκονίου. 3. ως κύρ. όν., Υάκινθος νέος της ελληνικής μυθολογίας ξακουστός για την ομορφιά του, που μετά το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὑακίνθοις — Ὑάκινθος Hyacinthus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακίνθοις — ὑάκινθος Hyacinthus masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑακίνθου — Ὑάκινθος Hyacinthus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακίνθου — ὑάκινθος Hyacinthus masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑακίνθους — Ὑάκινθος Hyacinthus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑακίνθους — ὑάκινθος Hyacinthus masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑακίνθων — Ὑάκινθος Hyacinthus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”